εξάρμοση

εξάρμοση
η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω]
λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα
(«εξάρμοση μηχανής»)
μσν.
εξάρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαρμοστήρας — ο [εξαρμόζω] όργανο που χρησιμοποιείται για την εξάρμοση, δηλ. τη διάλυση τών μηχανών …   Dictionary of Greek

  • εξαρμοστήριος — α, ο [εξαρμοστήρας] κατάλληλος ή χρήσιμος στην εξάρμοση, δηλ. στη διάλυση μηχανών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”